-
1 ἐξ-είργω
ἐξ-είργω, ion. ἐξέργω (s. εἴργω), ausschließen; χρόνου γὰρ ἄν σοι καιρὸν ἐξείργοι λόγος Soph. El. 1284, wo der Schol. ἀφαιρεῖται τὴν εὐκαιρίαν ἡ ἀδολεσχία erkl.; τῶνδ' οὐδὲν ἐξείργει νόμος Eur. Andr. 176; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys. 6, 16; ἐξ ἀγορᾶς Plat. Legg. XI, 936 c, den Zutritt dazu verwehren; τινὰ ϑύραζε Ar. Ach. 825; übh. verhindern, verbieten, πολέμοις, τῷ νόμῳ ἐξείργοντο, Thuc. 1, 118. 3, 70; ἢν ἐξείργωνται πάντων, falls sie von Allem abgeschnitten werden sollten, 2, 13, vgl. δίκης νομίμου Plut. Rom. 23; πληγαῖς ἐξείργων τοὺς ϑυμῷ φιλοφρονουμένους Plat. Legg. XI, 935 c; – ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος, vom Gesetz eingeschlossen, gezwungen, Her. 9, 111, wie ἀναγκαίῃ ἐξεργόμενος 7, 96. 139.
-
2 εξειργω
I1) изгонять(τινὰ θύραζε Arph.; πληγαῖς τινα Plat.; τὰ λῃστήρια τῆς θαλάσσης Plut.)
2) закрывать доступ, не допускать(τινὰ τῆς ἀγορᾶς Plat.; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.)
χρόνου καιρὸν ἐ. τινί Soph. — лишать кого-л. удобного случая (действовать);ἐξείργεσθαι τοῦ λέγειν Plut. — быть лишенным права выступать (на собраниях)3) запрещать, мешать(τῶνδ΄ οὐδὲν ἐξείργει νόμος Eur.; πολέμοις οἰκείοις ἐξειργόμενοι Thuc.)
ὅταν μέ ἥ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ Xen. — если не препятствует время годаIIион. ἐξέργω заставлять, принуждать, pass. быть вынужденным(ἀναγκαίῃ Her.; ὑπὸ τοῦ νόμου Her. и τῷ νόμῳ Thuc.)
-
3 ἐξέργω
A :— shut out from a place, debar,ἐξέργειν τινά Hdt.3.51
, etc.; ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς, E.Heracl.20, 25; ἐξ ἀγορᾶς, ἐκ τοῦ ἄστεος, Pl.Lg. 936c;ἀπὸ τοῦ βήματος Aeschin.1.32
;ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.6.16
;ἐκ τοῦ θεάτρου D.21.178
; ἐ. θύραζε drive away and shut him out of doors, Ar.Ach. 825, cf. D.18.169:—[voice] Pass.,ἐξείργεσθαι πάντων Th.2.13
;ἐξειργόμενοι δίκης Plu.Rom. 23
.2 prevent, preclude,καιρὸν ἐ. λόγος S.El. 1292
;τῶνδ' οὐδὲν ἐξείργει νόμος E.Andr. 176
;ἐ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν D.21.124
: abs.,ὅταν μὴ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ X.Oec.4.13
:—[voice] Pass.,πολέμοις ἐξειργόμενοι Th.1.118
;ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται Arist.Cat. 13a31
: c. inf., to be hindered from doing, D.H.Th.15.3 constrain, compel,τινὰ πληγαῖς Pl.Lg. 935c
:—[voice] Pass., ἀναγκαίῃ ἐξέργεσθαι ἔς τι to be constrained by necessity to undertake a thing, Hdt.7.96: c. inf., ἀναγκαίῃ ἐ. γνώμην ἀποδέξασθαι ib. 139;ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος Id.9.111
;νόμῳ Th.3.70
.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский